- εξεργάζομαι
- (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι]κατεργάζομαι, δουλεύω καλάαρχ.1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ' ἐξεργάζεται;», Ευρ.)2. (για αγρό) καλλιεργώ3. (για φυτά) περιποιούμαι4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι5. απόλ. πραγματεύομαι («τὰ κατ' ἐπιτομήν ἐξειργασμένα», Φιλόδημος)6. εκπληρώνω, κατορθώνω(«τὸ δ' αὐτὸ τοῡτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάζετο», Αισχίν.)7. προκαλώ («τάραχον ἐξεργάζεται», Ξεν.)8. κατορθώνω ώστε να («ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι», Πολ.)9. καταστρέφω («κόρη Διώνης Κύπρι, μὴ μ' ἐξεργάσῃ, Ευρ.)10. αδικώ, ζημιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.